- εκκόπτω
- (AM ἐκκόπτω)αποκόπτω, κόβω και αφαιρώ («εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῡ», ΚΔ)αρχ.-μσν.1. δίνω τέλος2. διακόπτω κάποιον που μιλάει3. (για συζήτηση) σταματώ4. (για χρόνο) αφαιρώ5. (για εισφορά) καταργώ6. εκκλ. αφορίζωαρχ.1. (για δέντρα) κόβω σύρριζα2. εκμηδενίζω, σταματώ3. αναγκάζω κάτι να σταματήσει («ἐκκόπτειν φενακισμόν»)4. για πλοίο) βυθίζω διατρυπώντας το5. (για πόρτα) σπάζω6. (ως στρατ. όρος) α) αποκρούω, απωθώβ) απομονώνω τμήμα από το κύριο σώμα7. παθ. ξεχωρίζω ή ξεχωρίζομαι8. (για παιχνίδι κύβων) κερδίζω9. εξαλείφω κάτι χαραγμένο σε πέτρα ή ξύλο10. πλάθω, π.χ. εικόνες, με τον λόγο11. σταματώ την κίνησή μου.
Dictionary of Greek. 2013.